- περκάς
περκάς, ἡ, bes. poet. fem. zu πέρκος, κίχλη, Eratosth. bei Ath. VII, 284 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περκάς, ἡ, bes. poet. fem. zu πέρκος, κίχλη, Eratosth. bei Ath. VII, 284 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περκάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περκάς — ἡ, Α θηλ. τού πέρκος* («περκάδα κίχλην», Ερατοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρκος + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek
πέρκας — πέρκᾱς , πέρκα fem acc pl πέρκᾱς , πέρκα fem gen sg (doric aeolic) πέρκᾱς , πέρκη perch fem acc pl πέρκᾱς , πέρκη perch fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περκάδα — περκάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
κούρα — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
περκνός — ή, ό / περκνός, ή, όν, ΝΑ 1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο περκνός α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.) β) το πτηνό πλάγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ νός… … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
Κουμπάν — (Kuban). Ποταμός (940 χλμ.) της Ρωσίας, στην περιοχή Σταυρούπολης και Κρασνοντάρ. Πηγάζει από την οροσειρά του Καυκάσου. Σχηματίζεται από τη συμβολή των ποταμών Ουλουκάμ και Ουτσκουλάν και εκβάλλει στον κόλπο Τεμριούκ της Αζοφικής θάλασσας. Έχει… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek