- ἐπι-στήθιος
ἐπι-στήθιος, an, auf der Brust, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-στήθιος, an, auf der Brust, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταστήθιος — μεταστήθιος, ον (Α) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών 2. το ουδ. ως ουσ. τo μεταστήθιον μέρος τής παλάμης τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στήθιος (< στῆθος), πρβλ. επι στήθιος] … Dictionary of Greek