ἐπι-στάσιος

ἐπι-στάσιος

ἐπι-στάσιος, Ζεύς, = Iupiter Stator, Plut. Rom. 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισοστάσιος — ἰσοστάσιος, ον (ΑΜ) 1. ισοβαρής, ισόζυγος 2. ισοδύναμος αρχ. 1. ισόρροπος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισοστάσια με ισορροπία. επίρρ... ἰσοστασίως (Μ) με ισοστάσιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στάσιος (< στασις < ἵστημί), πρβλ. αντι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”