- ἐπι-στημονικός
ἐπι-στημονικός, ή, όν, das Wissen betreffend, wissend, τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς μέρος Arist. Eth. 6, 2; auch adv., S. Emp. adv. phys. 283.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-στημονικός, ή, όν, das Wissen betreffend, wissend, τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς μέρος Arist. Eth. 6, 2; auch adv., S. Emp. adv. phys. 283.
http://www.zeno.org/Pape-1880.