- ἐπι-στοναχίζω
ἐπι-στοναχίζω, dasselbe, Batrach. 73, wie Hes. Th. 843, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-στοναχίζω, dasselbe, Batrach. 73, wie Hes. Th. 843, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιστοναχίζω — ἐπιστοναχίζω (Α) επιστένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στοναχίζω, παράλληλος τ. τού στεναχίζω «στενάζω»] … Dictionary of Greek