ἐπι-σταθμεύω

ἐπι-σταθμεύω

ἐπι-σταθμεύω, einkehren, bes. als Soldat im Quartier liegen, τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πολιορκίᾳ τῶν ἐπισταϑμευόντων Plut. Sull. 25; τινί, bei Jem., Demetr. 23; übertr., ἐπισταϑμεύων τὰ ὦτα διαλέξεσιν ἀκαίροις, belästigen, gleichsam mit Einquartierung versehen, neben ἐνοχλέω, philos. cum princ. 2 extr.; pass., οἰκίαι χαμαιτυπίαις ἐπισταϑμευόμεναι Ant. 9, mit solcher Einquartierung besetzt; Pol. bei Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”