- ἐπι-στιχάομαι
ἐπι-στιχάομαι, herangehen, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-στιχάομαι, herangehen, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιχάομαι — Α [στίχος] (επικ. τ.) προχωρώ κατά στίχους, βαδίζω στη σειρά μαζί με άλλους (α. «οὔθ ἅλιοι δελφῑνες ἐπὶ χθονός οὔτε τι ταῡροι ἐν πόντῳ στιχόωσι», Άρατ. β. «ἐστιχόωντο ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
ἐπεστιχόωντο — ἐπί στιχάομαι march in rows imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)