- περι-λέπω
περι-λέπω, umschälen, ringsum abschälen; Hom. nur in tmesi, περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν, Il. 1, 236; τῶν δενδρέων τὸν φλοιὸν περιλέποντες, Her. 8, 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-λέπω, umschälen, ringsum abschälen; Hom. nur in tmesi, περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν, Il. 1, 236; τῶν δενδρέων τὸν φλοιὸν περιλέποντες, Her. 8, 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιλέπω — Α αφαιρώ τον φλοιό ολόγυρα, ξεφλουδίζω («τῶν δενδρέων τὸν φλοιὸν περιλέποντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λέπω «αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω»] … Dictionary of Greek