- ἐπι-στρεπτικός
ἐπι-στρεπτικός, ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-στρεπτικός, ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek