ἐπι-στρατεύω

ἐπι-στρατεύω

ἐπι-στρατεύω, gegen Einen zu Felde ziehen, absol., ἐπεστράτευσα πολλὰ σὺν πολλῷ στρατῷ Aesch. Pers. 766; Soph. Ai. 1035; c. acc. des Ortes, wohin man zieht, Tr. 75. 361; πόλιν Eur. Tr. 22, öfter; – c. dat. der Person, gegen die man zu Felde zieht, Βάκχαισιν Eur. Bacch. 784; ἐπιστρατεύσειν τῷ Διΐ Ar. Av. 1522; Thuc. 3, 54; Xen. Hell. 7, 2, 2; – ἐπὶ τὴν χώραν Plat. Menex. 239 b; Dem. 18, 90; εἰς Θετταλίαν Aesch. 3, 83. – Eben so im med., τίς ἂν κλύοι σου πατρίδ' ἐπεστρατευμένου Eur. Phoen. 606; διπλοῦν γὰρ αὐτ ῇ πῆμ' ἐπεστρατεύετο Med. 1185; Ar. Vesp. 11; χώρᾳ Xen. Cyr. 8, 5, 25, wie Plat. Legg. III, 682 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος …   Dictionary of Greek

  • στρατεία — και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α [στρατεύω] 1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.) 2. στρατοπέδευση 3. στράτευση 4. στρατιωτική αγωγή 5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα 6. σπαν. στρατιά 7. στον πληθ. αἱ στρατεῑαι ο πόλεμος 8. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”