- περι-λάλητος
περι-λάλητος, beschwatzt, beredet, Ar. frg. bei D. L. 9, 18, nach Brunck's Aenderung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-λάλητος, beschwatzt, beredet, Ar. frg. bei D. L. 9, 18, nach Brunck's Aenderung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμολάλητος — η, ο (Α κοσμολάλητος, ον) πασίγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + λάλητος (< λαλῶ), πρβλ. γλυκο λάλητος, περι λάλητος] … Dictionary of Greek