- ἐπ-εσσυμένως
ἐπ-εσσυμένως, mit Heftigkeit, Qu. Sm. 3, 443; Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-εσσυμένως, mit Heftigkeit, Qu. Sm. 3, 443; Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐσσυμένως — ἐσσύμενος hurrying adverbial ἐσσύμενος hurrying masc acc pl (doric) σεύω put in quick motion perf part mid masc acc pl (doric) σεύω put in quick motion pres part mid masc acc pl (doric) σεύω put in quick motion perf part mp masc acc pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσσύμενος — ἐσσύμενος, ένη, ον (Α) (μτχ. παθ. παρακμ. με σημ. και τονισμό ενεστ. τού σεύω) 1. ορμητικός, πρόθυμος 2. αυτός που επιθυμεί κάτι («ἐσσυμένους πολέμου», Ομ. Ιλ.). επίρρ... ἐσσυμένως ορμητικά («ἐσσυμένως ἐμάχοντο», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
παρανηνέω — Α (επικ. τ.) συσσωρεύω κοντά σε κάποιον («σῑτον τ ἐσσυμένως παρενήνεεν ἐν κανέοισι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νηνέω «σωρεύω»] … Dictionary of Greek
προτέρωσε — Α επίρρ. προς τα εμπρός («εὖτ ἄν... Σελήνη... ἐσσυμένως προτέρωσ ἐλάσῇ καλλίτριχας ἵππους», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. ἑτέρω σε). Το ω τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους, προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων… … Dictionary of Greek