περι-λάμπω

περι-λάμπω

περι-λάμπω, rings umher od. von allen Seiten glänzen, sehr strahlen, Plut. Camill. 17; auch trans., umleuchten, erhellen, Cic. 35; u. pass., Pericl. 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Σείριος — (Αστρον.). Απλανής αστέρας, ο α του Μεγάλου Κυνός, ο λαμπρότερος των απλανών αστέρων με φαινομενικό μέγεθος 1,8. Ανήκει στον τύπο των λευκών αστέρων και απέχει περί τα 8,4 έτη φωτός από τη Γη. Ο Σ. είναι διπλός αστέρας· η ύπαρξη του συνοδού του,… …   Dictionary of Greek

  • φλεύω — Α φλέγω, καίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλεύω, το οποίο απαντά μόνο «εν συνθέσει» (πρβλ. περι φλεύω / περι φλύω) έχει προέλθει από τ. *φλέFω, με αντιπροσώπευση τού F στη φωνηεντική του μορφή ως υ , και ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhl ew… …   Dictionary of Greek

  • PENINIM — vox Hebr. Gap desc: Hebrew, Proverb. c. 3. v. 15. Est pretiosior τοῖς Peninim, c. 8. v. 11. Melior est sapientia τοῖς Peninim. c. 20. v. 15. Aurum et Peninim abunde sunt, sed labra erudita sunt rara suppellex, notat Margaritas, Chaldaeo, et R.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …   Dictionary of Greek

  • ευλαμπής — εὐλαμπής, ές και μτγν. τ. εὔλαμπρος, ον (Α) 1. πολύ λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαμπές η λαμπρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. περι λαμπής, υπο λαμπής] …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • λιθολαμπής — λιθολαμπής, ές (Μ) αυτός που λάμπει από τις πολύτιμες πέτρες τις οποίες έχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. περι λαμπής, υπο λαμπής] …   Dictionary of Greek

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

  • περιαυγάζω — ΝΜΑ φέγγω ολόγυρα, διαχέω λάμψη παντού νεοελλ. μτφ. κάνω κάποιον ένδοξο, λαμπρύνω αρχ. μτφ. θαμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αὐγάζω «φωτίζω, λάμπω»] …   Dictionary of Greek

  • περιμαρμαίρω — Α ακτινοβολώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μαρμαίρω «λάμπω, ακτινοβολώ»] …   Dictionary of Greek

  • περιπαμφανάω — Α ακτινοβολώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παμφανάω «λάμπω, απαστράπτω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”