- ἐπι-σπαστήρ
ἐπι-σπαστήρ, ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σπαστήρ, ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτισπαστήρ — ῆρος, ὁ, Α (δωρ. τ.) δερμάτινο λουρί με το οποίο έλκεται ο σύρτης τής πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + σπαστήρ (< σπῶ «έλκω, σύρω» + επίθημα τήρ), πρβλ. επι σπαστήρ] … Dictionary of Greek