- ἐπ-ερεισμός
ἐπ-ερεισμός, ὁ, dasselbe, Epic. bei D. L. 10, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ερεισμός, ὁ, dasselbe, Epic. bei D. L. 10, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερεισμός — ἐρεισμός, ὁ (Α) [ερείδω] το έρεισμα, το στήριγμα, η υποστήριξη («ἔρεισμα καὶ ἐρεισμόν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ἐρεισμοῖς — ἐρεισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεισμόν — ἐρεισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)