- ἐπ-ερωτηματικῶς
ἐπ-ερωτηματικῶς, fragweise, Cyrill.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ερωτηματικῶς, fragweise, Cyrill.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρωτηματικῶς — ἐρωτηματικός interrogative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въпросьнѣи — (1*) сравн. степ. Въпросьнѣѥ средн. в роли нар. Вопросительно: понѥже подобаѥть прѣже варѩти. лѹка выихъ противлѥниѥ… на се въпросьнѣѥ прѣставимъ ˫а. гл҃ю||ще. (ἐρωτηματικῶς) КЕ XII, 213–214 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
ου γαρ — οὐ γὰρ (Α) 1. μόρια που εκφέρουν αρνητική αιτιολογία σε ευθύ λόγο 2. ελλειπτικώς χρησιμοποιούνται σε αποκρίσεις που γίνονται ερωτηματικώς, όπου πρέπει να εννοηθεί το βεβαιωτικό ναί («τούτους ἀγαθοὺς ἐνόμισας; οὐ γάρ...;», Αριστοφ.) 3.… … Dictionary of Greek