- ἐπι-πήδησις
ἐπι-πήδησις, ἡ, das Daraufspringen, der Anfall, Plut. amat. 23, oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-πήδησις, ἡ, das Daraufspringen, der Anfall, Plut. amat. 23, oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πήδηση — η / πήδησις, ήσεως, ΝΜΑ [πηδώ] πήδημα, πηδηξιά (α. «μετὰ εὐασμῶν καὶ πηδήσεων σατυρικῶν», Πλούτ β. «πηδήσεις ἐπὶ τοὺς ἵππους», Αρρ.) αρχ. 1. (για ξύλο που καίγεται) απότομη μετακίνηση 2. έντονος παλμός τής καρδιάς … Dictionary of Greek