- ἐπιπάξ
ἐπιπάξ, = ἐπ' ἀριστερά, Hesych., s. ἐπιτάξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιπάξ, = ἐπ' ἀριστερά, Hesych., s. ἐπιτάξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιπάξ — ἐπιπάξ (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «συντόμως..., ἢ ἐπὶ τὰ ἀριστερά» … Dictionary of Greek