- ἐπι-πληθύνω
ἐπι-πληθύνω, = ἐπιπληρόω, LXX. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-πληθύνω, = ἐπιπληρόω, LXX. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεπλήθυνε — ἐπεπλήθῡνε , ἐπί πληθύνω increase aor ind act 3rd sg ἐπεπλήθῡνε , ἐπί πληθύνω increase imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπληθύνω — Α πολλαπλασιάζω, πληθαίνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πληθύνω (πρβλ. επι πληθύνω)] … Dictionary of Greek