- ἐπι-πνίγω
ἐπι-πνίγω, ersticken, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-πνίγω, ersticken, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιπνίγει — ἐπιπνί̱γει , ἐπί πνίγω choke pres ind mp 2nd sg ἐπιπνί̱γει , ἐπί πνίγω choke pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπνίγειν — ἐπιπνί̱γειν , ἐπί πνίγω choke pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαποπνίγω — ἐπαποπνίγω (Α) 1. πνίγω επί πλέον, πνίγω για κάτι 2. μέσ. ἐπαποπνίγομαι πνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» είθε να πνιγείς τρώγοντας) … Dictionary of Greek
πνιγμός — Είναι ο τύπος ασφυξίας που προκαλείται όταν υγρά κυρίως μέσα παρακωλύουν την είσοδο αέρα στις αναπνευστικές οδούς. Γενικά αυτό συμβαίνει όταν ολόκληρο το σώμα βυθιστεί στο νερό, αν και, σπανιότερα, ο π. προκαλείται και όταν είναι βυθισμένα σ’ ένα … Dictionary of Greek
κυνάγχη — Φλεγμονή του βλεννογόνου του λεμφικού δακτυλίου του φάρυγγα και ιδιαίτερα των αμυγδαλών. Οφείλεται σε ποικιλία μικροβίων (πυογόνοι κόκκοι, με κυριότερο τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο) και ιών (ο ιός Epstein Barr, που προκαλεί μεταξύ άλλων και τη… … Dictionary of Greek