- ἐπι-παίω
ἐπι-παίω (s. παίω), daran-, verstoßen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-παίω (s. παίω), daran-, verstoßen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek