- περι-θαμβής
περι-θαμβής, ές, sehr erstaunt; Ap. Rh. 2, 1160; Plut. Cat. min. 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-θαμβής, ές, sehr erstaunt; Ap. Rh. 2, 1160; Plut. Cat. min. 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιθαμβής — ές, Α 1. έκθαμβος, θαμπωμένος από το ισχυρό φως 2. καταφοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * θαμβής (< θάμβος), πρβλ. πολυ θαμβής] … Dictionary of Greek