- ἐπι-πτύω
ἐπι-πτύω (s. πτύω), darauf speien, bespucken, Callim. frg. bei Schol. Theocr. 6, 39; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-πτύω (s. πτύω), darauf speien, bespucken, Callim. frg. bei Schol. Theocr. 6, 39; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιπτύουσι — ἐπί πτύω spit out pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί πτύω spit out pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτύειν — ἐπί πτύω spit out pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτύοντες — ἐπί πτύω spit out pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτύουσα — ἐπί πτύω spit out pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτύων — ἐπί πτύω spit out pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέπτυσε — ἐπί πτύω spit out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέπτυσεν — ἐπί πτύω spit out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτύσας — ἐπιπτύσᾱς , ἐπί πτύω spit out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek
επιφθύζω — ἐπιφθύζω (Α) φτύνω για να αποφύγω μαγική επίδραση («καὶ λέγ’ ἐπιφθύζοισα τὰ Δέλφιδος ὀστία μάσσω », Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *φθύζω, παράλλ. τ. τού πτύω βλ. λ., που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο ρήμα] … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek