- ἐπι-πρίω
ἐπι-πρίω (s. πρίω), dabei zusammenknirschen, ὀδόντας, τρίζειν, Hesych; γένειον, Ant. Th. 26 (VII, 531).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-πρίω (s. πρίω), dabei zusammenknirschen, ὀδόντας, τρίζειν, Hesych; γένειον, Ant. Th. 26 (VII, 531).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… … Dictionary of Greek