- ἐπι-προς-δέομαι
ἐπι-προς-δέομαι (s. δέομαι), sich noch dazu ausbitten, Parthen. 17, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-προς-δέομαι (s. δέομαι), sich noch dazu ausbitten, Parthen. 17, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνεπιτίθεμαι — ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α [ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι] επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ. β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ. γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα»,… … Dictionary of Greek
δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… … Dictionary of Greek