ἐπ-αυχένιος

ἐπ-αυχένιος

ἐπ-αυχένιος, auf dem Nacken; ζυγόν Pin. P. 2, 93; κυνάγχη Rhian. 8 (VI, 34).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αυχένιος — αὐχένιος, α, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐχένιον ο βραχίονας του πηδαλίου αρχ. ο αυχενικός …   Dictionary of Greek

  • αὐχένιος — belonging to the neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχενίαις — αὐχένιος belonging to the neck fem dat pl αὐχενίας bull necked masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχενίη — αὐχένιος belonging to the neck fem nom/voc sg (epic ionic) αὐχενίας bull necked masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχενίην — αὐχένιος belonging to the neck fem acc sg (epic ionic) αὐχενίας bull necked masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχενίης — αὐχένιος belonging to the neck fem gen sg (epic ionic) αὐχενίας bull necked masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχενίους — αὐχένιος belonging to the neck masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχενίῃ — αὐχένιος belonging to the neck fem dat sg (epic ionic) αὐχενίας bull necked masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχένιοι — αὐχένιος belonging to the neck masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταυχένιος — ια, ιο (Α καταυχένιος, ον, θηλ. και ενία) αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά τού αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ. β. «καταυχενίοις [ή ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο… …   Dictionary of Greek

  • μεταυχένιος — μεταυχένιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πίσω από τον αυχένα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεταυχένια (κατά τον Πολυδ.) «τὰ δὲ ἑκατέρωθεν ὠμοπλατῶν πτερύγια, ὧν τὰ πλάγια μεταυχένια». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐχένιος (< αὐχήν, αὐχένος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”