ἐπ-αρίστερος

ἐπ-αρίστερος

ἐπ-αρίστερος, links; übertr., linkisch, ungeschickt, Ggstz ἀμφιδέξιος, Ath. IV, 179 f u. a. Sp.; s. Lob. zu Phryn. 259, wo es wie Poll. 2, 160 als ein schlechtes Wort verworfen wird; ἐπαρίστερ' ἔμαϑες γράμματα Theognet. Ath. XV, 671 b. – Adv., λαμβάνεις Men. Clem. Al. strom. 2 p. 181; Plut. tranquill. an. 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αριστερός, -ή — και ά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βρίσκεται στο μισό του ανθρώπινου σώματος όπου υπάρχει η καρδιά: Χτύπησα το αριστερό μου χέρι, πόδι κτλ. 2. αυτός που βρίσκεται στο αριστερό χέρι εκείνου που βλέπει: Καθώς πήγαινα τον είδα να στέκεται στο αριστερό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀριστερός — left masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • ἀριστερά — ἀριστερός left neut nom/voc/acc pl ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc/acc dual ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστερωτέρων — ἀριστερός left fem gen comp pl ἀριστερός left masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστερῶν — ἀριστερός left fem gen pl ἀριστερός left masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστερόν — ἀριστερός left masc acc sg ἀριστερός left neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστερώτατον — ἀριστερός left masc acc superl sg ἀριστερός left neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστερίζω — [αριστερός] αποκλίνω προς τα αριστερά, ακολουθώ αριστερές πολιτικές ιδέες και κοινωνιολογικές αρχές …   Dictionary of Greek

  • ἀριστεραῖς — ἀριστερός left fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστεραί — ἀριστερός left fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”