- ἐπ-αριστερότης
ἐπ-αριστερότης, ητος, ἡ, das Linkischsein, Abgeschmacktheit, Arist. de virt. et vit. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-αριστερότης, ητος, ἡ, das Linkischsein, Abgeschmacktheit, Arist. de virt. et vit. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αριστερότης — η 1. η αριστεροχειρία* 2. η ιδιότητα του αριστερού (ως προς την πολιτική του τοποθέτηση). [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός. Η λ. μαρτυρείται με τη σημασία (1) από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που … Dictionary of Greek