ἐπ-αρτής

ἐπ-αρτής

ἐπ-αρτής, ές, bereit, gerüstet, fertig; ἑταῖροι Od. 8, 151; νῆες Ap. Rh. 1, 234; δαίς 2, 1177 u. a. sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Άρτης, νομός — Νομός (1.612 τ. χλμ., 78.134 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου, στο νοτιοανατολικό τμήμα της. Συνορεύει στα Β με τον νομό Ιωαννίνων, στα Δ με τον νομό Πρεβέζης, στα Α με τους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και… …   Dictionary of Greek

  • Άρτης, Χρήστος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Άρτα και ζούσε στο Μεσολόγγι. Παντρεύτηκε την κόρη του προκρίτου Αναστάσιου Καψάλη. Διορίστηκε γενικός φροντιστής του φρουρίου και πολέμησε σε όλες τις πολιορκίες του Μεσολογγίου, αλλά από τις κακουχίες… …   Dictionary of Greek

  • ἄρτης — ἄ̱ρτης , ἀρτάω fasten to imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱ρτης , ἀρτάω fasten to imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἄ̱ρτης , ἀρτάω fasten to imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρτάω fasten to pres ind act 2nd sg ἀρτάω fasten… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιγνάτιος — I (Κωνσταντινούπολη 798; – 877). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (846 858, 867 877) και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ A’ του Ραγκαβέ και το κοσμικό όνομά του ήταν Νικήτας. Δέχτηκε το μοναχικό σχήμα σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • νεκροάρτης — νεκροάρτης, ὁ (Α) νεκρεπάρτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + άρτης (< θ. αρ τού αἴρω «σηκώνω» πρβλ. μελλ. ἀρῶ), πρβλ. λιθ άρτης, πυλ άρτης] …   Dictionary of Greek

  • Γεννήσεως Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Είναι γνωστό και με την ονομασία μονή Κατερινούς. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας και ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αι. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον… …   Dictionary of Greek

  • κάμπος — I Ονομασία 38 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 249 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 91 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • καρύα — Ονομασία δεκατεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 234 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 36 χλμ. ΒΑ του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λυρκείας. 2. Ορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • μηλέα — Ονομασία δεκαεπτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • πηλοάρτης — ὁ, Α ο εργάτης, ο οικοδόμος που σηκώνει και μεταφέρει τον πηλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + άρτης (< θ. αρ τού αἴρω «σηκώνω»), πρβλ. νεκρο άρτης] …   Dictionary of Greek

  • Αγία Παρασκευή — Ονομασία 33 οικισμών. 1. Πόλη (υψόμ. 230 μ., 56.836 κάτ.) στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Βρίσκεται στους βόρειους πρόποδες του Υμηττού σε απόσταση 10 χλμ. βορειοανατολικά των Αθηνών, σε πευκόφυτη περιοχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”