- ἐπ-απ-ερείδομαι
ἐπ-απ-ερείδομαι, τινί, sich auf Etwas stützen, Posidon. bei Ath. XII, 550 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-απ-ερείδομαι, τινί, sich auf Etwas stützen, Posidon. bei Ath. XII, 550 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρείδομαι — ἐρείδω cause to lean pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… … Dictionary of Greek
επαπερείδομαι — ἐπαπερείδομαι (Α) 1. ακουμπώ, στηρίζομαι πάνω σε κάτι 2. βασίζω κάτι κάπου 3. αναλαμβάνω, το βάρος, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + από + ερείδομαι «στηρίζομαι»] … Dictionary of Greek
ԿՌՈՒԻՄ — (ուեցայ.) NBH 1 1128 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 10c, 11c, 12c, 13c ձ. μάχομαι, πολεμέω pugno, contendo, certo, belligero, praelior եւ παλαίω , ἑμπαλαίω, προσπαλαίω luctor, eluctor, colluctor. Ի կռիւ մտանել.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)