- περι-λείβομαι
περι-λείβομαι, von allen Seiten darüber- od. zusammenfließen, Christod. ecphr. 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-λείβομαι, von allen Seiten darüber- od. zusammenfließen, Christod. ecphr. 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιλείβομαι — Α (ποιητ. τ.) χύνομαι, ρέω από όλες τις μεριές, περιχύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λείβομαι «χύνομαι, ρέω»] … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek