- ἐπ-όψιμος
ἐπ-όψιμος, anzusehen, dessen Anblick zu ertragen ist, Soph. O. R. 1288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-όψιμος, anzusehen, dessen Anblick zu ertragen ist, Soph. O. R. 1288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄψιμος — late masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όψιμος — η, ο (Α ὄψιμος, η, ον) 1. αυτός που γεννιέται, γίνεται ή παράγεται μετά από το κατάλληλο και καθορισμένο χρονικό διάστημα, καθυστερημένα 2. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που εκδηλώνεται με καθυστέρηση («όψιμο… … Dictionary of Greek
όψιμος — η, ο αυτός που γίνεται, γεννιέται αργά, καθυστερημένα (αντίθ. πρώιμος): Όψιμη σπορά. – Όψιμο ενδιαφέρον. – Όψιμες ντομάτες κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀψιμωτέραις — ὄψιμος late fem dat comp pl ὀψιμωτέρᾱͅς , ὄψιμος late fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίμως — ὄψιμος late adverbial ὄψιμος late masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄψιμον — ὄψιμος late masc/fem acc sg ὄψιμος late neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιμωτάτου — ὄψιμος late masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιμωτάτῳ — ὄψιμος late masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιμωτέρου — ὄψιμος late masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιμώτατος — ὄψιμος late masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιμώτερα — ὄψιμος late neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)