- ἐπ-πώρωμα
ἐπ-πώρωμα, τό, Verhärtung woran, wieder zusammengeheilter Knochenbruch, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-πώρωμα, τό, Verhärtung woran, wieder zusammengeheilter Knochenbruch, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πώρωμα — hardened part neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώρωμα — το, ΝΑ [πωρῶ, ώνω] νεοελλ. η πώρωση αρχ. κάλος, τύλος … Dictionary of Greek
πωρωμάτων — πώρωμα hardened part neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρώματα — πώρωμα hardened part neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρώματος — πώρωμα hardened part neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)