- ἌΛΞ
ἌΛΞ, ungebr. nom. zu ἀλκί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἌΛΞ, ungebr. nom. zu ἀλκί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλξ — ἄλξ, η (Α) υποθετική ονομαστική που εικάζεται από τον ομηρικό τύπο δοτικής ἀλκὶ* (πρβλ. ἀλκὶ πεποιθώς) … Dictionary of Greek
Ēlend (1), das — 1. Das Ēlend, oder Ēlendthier, des es, plur. die e, ein zweyhufiges vierfüßiges Thier, mit einem breiten, flach gedruckten schaufeligen Geweihe, welches dicker und stärker als ein Hirsch ist, sehr schnell laufen kann, und in den nordischen… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
άλαξ — ἄλαξ, ο (Α) ο ἄλξ* … Dictionary of Greek
μεταπλασμός — ο (ΑΜ μεταπλασμός) [μεταπλάθω] 1. η μετάπλαση 2. γραμμ. ο σχηματισμός ονομάτων ή χρόνων τών ρημάτων από ανύπαρκτη ονομαστική ή από ανύπαρκτο ενεστώτα, π.χ. ἀλκὶ πεποιθώς (δοτ. ἀλκὶ από ανύπαρκτη ονομαστική ἄλξ*) με σιγουριά για την αλκή του, τη… … Dictionary of Greek
el-8, elē̆ i-, lē̆ i- — el 8, elē̆ i , lē̆ i English meaning: to bow, bend; elbow, *rainbow Deutsche Übersetzung: “biegen” Material: A. Here names position themselves at first for “elbow” and “ulna, ell”: Gk. ὠλένη “elbow”, ὠλήν, ένος ds.; ὠλέκρᾱνον… … Proto-Indo-European etymological dictionary