ἌΚανος

ἌΚανος

ἌΚανος, , nach VLL. = ἄκανϑα. Bei Theophr eine Distelart, und der dornige Fruchtkopf einiger Pflanzen, z. B. Ananas.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άκανος — ἄκανος, ο (Α) 1. είδος αγκαθιού 2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα *ακ «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα*, ἀκόνη* ἄκων, ἀκόντιον*, που συνδέονται όλες… …   Dictionary of Greek

  • ἄκανος — pine thistle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάνων — ἄκανος pine thistle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκανοι — ἄκανος pine thistle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκανον — ἄκανος pine thistle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

  • ακάνιον — ἀκάνιον, το (Α) [ἄκανος] μικρός άκανος*, αγκαθάκι …   Dictionary of Greek

  • ak̂-, ok̂- (*hekʷ-) —     ak̂ , ok̂ (*hekʷ )     English meaning: ‘sharp; stone”     Deutsche Übersetzung: ‘scharf, spitz, kantig” and ‘stein”     Material: 1. e/o and ü St: Pers. üs (lengthened grade form) “millstone, grindstone”; Gk. ἀκή “point”, lengthenedgrade… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • осот — чертополох , укр., блр. осот Cirsium , др. русск., цслав., осътъ τρίβολος, болг. осът чертополох (Младенов 391). сербохорв. местн. н. О̀сат, словен. osǝt, чеш. оsеt, род. п. ostu, польск. оsеt, род. п. ostu. От и. е. *аk острый , лит. ãšutas,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • άγανο — το 1. η βελονοειδής απόφυση τού σταχιού τών αγρωστοειδών (σταριού, βρόμης κ.λπ.), ο αθέρας, κν. μουστάκια 2. λεπτό κόκκαλο ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἄκανος (= ακανθώδης κεφαλή μερικών καρπών και είδος αγκαθιού)] …   Dictionary of Greek

  • άκαν — Ονομασία μιας ομάδας συγγενικών λαών που ζουν κυρίως στην Γκάνα, καθώς και σε περιοχές της νοτιοανατολικής Ακτής του Ελεφαντοστού. Οι Α. της Γκάνα αριθμούν πάνω 7.500.000. Οι Α. μιλούν γλώσσες του κλάδου Τβα, της υποοικογένειας Κβα και χωρίζονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”