άγκος — ἄγκος, το (Α) οτιδήποτε είναι καμπύλο ή κοίλο και συνεκδοχικά ορεινή κοιλάδα, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από ρίζα ἀγκ , όπως και το ἀγκύλος*] … Dictionary of Greek
ἄγκος — bend neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άγκος Μάρκιος — (Αngus Μarcius,648 – 616 π.Χ.). Ο τέταρτος βασιλιάς της Ρώμης. Δεν ήταν Ρωμαίος, αλλά Σαβίνος, και η παράδοση τον αναφέρει ως εγγονό του Νουμά Πομπίλιου. Έκανε κατακτητικούς πολέμους εναντίον των γειτόνων της Ρώμης Λατίνων. Ίδρυσε στις εκβολές… … Dictionary of Greek
ἄγκει — ἄγκος bend neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄγκεϊ , ἄγκος bend neut dat sg (epic ionic) ἄγκος bend neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγκη — ἄγκος bend neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄγκος bend neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκέων — ἄγκος bend neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀγκή fem gen pl (epic ionic) ἀνάκειμαι to be laid up fut part act masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκῶν — ἄγκος bend neut gen pl (attic epic doric) ἀγκή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγκεα — ἄγκος bend neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγκεσι — ἄγκος bend neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγκεσιν — ἄγκος bend neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγκιος — ἄγκος bend neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)