ἈΜνός

ἈΜνός

ἈΜνός, , agnus, Lamm, Ar. Av. 1559, auch , Theocr. 5, 144; ἀμνὸς τοὺς τρόπους P. 901. Die Alten leiten es meist von ἀ-μένος, schwach, ab.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁμνός — ἀμνός , ἀμνός lamb masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνός — lamb masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… …   Dictionary of Greek

  • αμνός του Θεού — Η λέξη αμνός χρησιμοποιείται συμβολικά στη χριστιανική τέχνη και στη λειτουργική. Στην Παλαιά Διαθήκη, η λέξη χρησιμοποιείται και στην κυριολεξία της. Στη συμβολική της έννοια είναι προσωνυμία του Μεσσία, για την πραότητα και την ανεξικακία του.… …   Dictionary of Greek

  • αμνός — ο το μικρό αρσενικό πρόβατο, το αρνάκι: Στο χωριό θα έτρωγαν και τον πατροπαράδοτο πασχαλινό αμνό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμνώ — ἀμνός lamb masc/fem acc dual ἀμνός lamb masc/fem nom dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνοί — ἀμνός lamb masc/fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνούς — ἀμνός lamb masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνόν — ἀμνός lamb masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνώς — ἀμνός lamb masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”