ἈΚαλός

ἈΚαλός

ἈΚαλός (vgl. ἀκέων), sanft, ruhig, = ἤκαλος, Eustath.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακαλός — ἀκαλός, ή, ὸν (AM) ήσυχος, ειρηνικός, πράος (ποταμός) «ἀκαλὰ προρέων» (Ησίοδ. απ. 218) ήρεμο, αθόρυβο (ποτάμι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκὴ «ησυχία, γαλήνη, σιγαλιά» + αλὸς (πρβλ. ομαλός, απαλός)] …   Dictionary of Greek

  • ἀκαλός — peaceful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλά — ἀκαλός peaceful neut nom/voc/acc pl ἀκαλά̱ , ἀκαλός peaceful fem nom/voc/acc dual ἀκαλά̱ , ἀκαλός peaceful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλόν — ἀκαλός peaceful masc acc sg ἀκαλός peaceful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλή — ἀκαλός peaceful fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλήν — ἀκαλός peaceful fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλῶς — ἀκαλός peaceful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήκαλος — ἤκαλος, ον (Α) ακαλός*, ήσυχος, ειρηνικός, πράος, ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού ακαλός*] …   Dictionary of Greek

  • ήκα — ἦκα (Α) επίρρ. 1. (για τόπο ή κίνηση) λίγο, ελαφρά («ἦκ ἐπ ἀριστερά», Ομ. Ιλ.) 2. μαλακά, ήσυχα, με πραότητα, ήπια («ἀπώσατο ἦκα γέροντα», Ομ. Ιλ.) 3. (για ήχο) ήσυχα, σιγανά («ἦκα ἀγόρευον», Ομ. Ιλ.) 4. (για όψη) λεία, ελαφρά («ἦκα στίλβοντες… …   Dictionary of Greek

  • ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ακαλαρρείτης — ἀκαλαρρείτης, ο (Α) αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος «ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + ρείτης < ρεFε τας < ρέω πρβλ. και ἀκαλάρροος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”