ἀγχόνη — strangling fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱γχόνη , ἀγχονάω strangle imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγχονάω strangle pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱γχόνη , ἀγχονάω strangle imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀγχονάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχόνῃ — ἀγχόνη strangling fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχόνη — η (Α ἀγχόνη) ικρίωμα με κινητό βρόχο (θηλιά), ο οποίος περνιέται από τον λαιμό τού καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο, πάνω στο οποίο στέκεται νεοελλ. σκοινί, θηλιά, βρόχος απαγχονισμού αρχ. στραγγαλισμό με… … Dictionary of Greek
αγχόνη — η η κρεμάλα, η θηλιά του σκοινιού που σφίγγει το λαιμό και φέρνει το θάνατο: Καταδικάστηκε σε θάνατο στην αγχόνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγχόνη ή κρεμάλα — Όργανο για την εκτέλεση θανατικών ποινών. Αποτελείται συνήθως από δύο κάθετα δοκάρια σε σχήμα κεφαλαίου γάμα (Γ). Από τη μια άκρη του οριζόντιου δοκαριού κρεμιέται το σκοινί με τη θηλιά, ο βρόχος. O μελλοθάνατος ανεβαίνει σε κινητό βάθρο που… … Dictionary of Greek
ἀγχόναι — ἀγχόνη strangling fem nom/voc pl ἀγχόνᾱͅ , ἀγχόνη strangling fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχόνηι — ἀγχόνῃ , ἀγχόνη strangling fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχονῶν — ἀγχόνη strangling fem gen pl ἀγχονάω strangle pres part act masc voc sg ἀγχονάω strangle pres part act neut nom/voc/acc sg ἀγχονάω strangle pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀγχονάω strangle pres part act masc nom sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχόναις — ἀγχόνη strangling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχόναισιν — ἀγχόνη strangling fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχόνην — ἀγχόνη strangling fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱γχόνην , ἀγχονάω strangle imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱γχόνην , ἀγχονάω strangle imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγχονάω strangle imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)