Ὀρφεο-τελεστής

Ὀρφεο-τελεστής

Ὀρφεο-τελεστής, , der in die Mysterien des Orpheus Einweihende, Plut. Lac. apophth. p. 215.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιεροτελεστής — ο (Α ἱεροτελεστής) νεοελλ. αυτός που τελεί θρησκευτική λειτουργία, ιερουργός, ιεροφάντης, ιερέας αρχ. (για τον Χριστό) αυτός που μυεί, αυτός που εισάγει κάποιον στα θρησκευτικά μυστήρια, ο ιερομύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + τελεστής (< τελώ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”