- ἅλμια
ἅλμια, τά, eingesalzene Fische, Menand. bei Ath. IV, 132 b, im Gegensatz von πρόςφατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἅλμια, τά, eingesalzene Fische, Menand. bei Ath. IV, 132 b, im Gegensatz von πρόςφατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλμια — ἅλμια, τα (Α) [ἅλμη] αλμυρές ζωοτροφές, τροφές διατηρημένες στην άλμη … Dictionary of Greek
ἁλμίοις — ἅλμια salted provisions neut dat pl ἁλμάω become mildewed pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμίων — ἅλμια salted provisions neut gen pl ἁλμάω become mildewed pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλμη — η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη) 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού 3. νερό μέσα στο οποίο… … Dictionary of Greek