ἅλινος

ἅλινος

ἅλινος, aus Salz gemacht, τοῖχοι Her. 4, 185.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άλινος — (I) ἅλινος, η, ον (Α) [ἅλς] ο κατασκευασμένος από αλάτι, αλατένιος. (II) ἄλινος, ον (Α) [λίνον] 1. ο χωρίς (λιναρένια) δίχτυα 2. (για θηράματα) αυτό που δεν πιάστηκε με δίχτυ …   Dictionary of Greek

  • ἁλίνων — ἅλινος of salt fem gen pl ἅλινος of salt masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλινον — ἄλινος of salt masc/fem acc sg ἄλινος of salt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίνου — ἄλινος of salt masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλινα — ἄλινος of salt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλινοι — ἅλινος of salt masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλίνας — ἁλίνᾱς , ἅλινος of salt fem acc pl ἁλίνᾱς , ἅλινος of salt fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОРГАНИЗМЫ СТЕНОГАЛИННЫЕ — [άλινος (галинос) соленый] водные формы, требующие для своего существования узко ограниченных условий солености воды и не выносящие ее колебаний. Геологический словарь: в 2 х томах. М.: Недра. Под редакцией К. Н.… …   Геологическая энциклопедия

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… …   Dictionary of Greek

  • κοκαλένιος — και κοκκαλένιος, α, ο και κοκ(κ)άλινος, η, ο (Μ κοκκαλένιος, ια, ιο) [κόκαλο] ο κατασκευασμένος από κόκαλο, οστέινος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”