- περι-λιμπάνω
περι-λιμπάνω, Nebenform von περιλείπω (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-λιμπάνω, Nebenform von περιλείπω (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιλιμπάνω — Α περιλείπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λιμπάνω «εγκαταλείπω», μτγν. τ. τού λείπω] … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek