ὅμ-ηρος

ὅμ-ηρος

ὅμ-ηρος, 1) wie ὁμήρης, zusammengefügt, vereinigt, bes. durch die Ehe, Gatte, Gattinn, Eur. Alc. 873. – 2) wie τὸ ὅμηρον, welches bes. im plur. gebraucht wurde, Unterpfand, der Einigung, Geißel; Ar. Ach. 308 Lys. 244; ὁμήρους τῶν νησιωτέων παῖδας ἐλάμβανον, Her. 6, 99. 8, 94; ἄνδρας δώσειν Ἆϑηναίων ὁμήρους, ἕνα κατὰ τάλαντον, Thuc. 7, 83; Xen. Cyr. 4, 2, 7 u. öfter; ὥςπερ ὁμήρους ἔχομεν τοῦ λόγου τὰ παραδείγματα, Plat. Theaet. 202 e; auch von Land und anderm Unterpfande, μὴ γὰρ ἄλλο τι νομίσητε τὴν γῆν αὐτῶν ἢ ὅμηρον ἔχειν, Thuc. 1, 82; ὑπέσχετο δὲ εἰρήνην ποιήσειν μήτε ὅμηρα δούς –, Lys. 12, 68; Pol. 3, 52, 5 u. a. Sp., die auch von einem Menschen sagen ὃς ἦν ὅμηρα, Maccab. – 3) Nach Her. Vit. Hom. 13 soll bei den Kymäern ὅμηρος blind geheißen haben, woraus die Sage von Homer's Blindheit erklärt wird.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • ἦρος — ἀρόω plough imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) ἔαρ spring neut gen sg ἦρος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίσ(σ)ηρος — και κίσηρας, ὁ (Μ) [κίσηρις] (ενν. λίθος) η κίσηρη …   Dictionary of Greek

  • αγωνοθετήρ — ( ήρος), ο ο αγωνοθέτης …   Dictionary of Greek

  • αρμοσφιγκτήρ — ( ήρος) και σφίχτης, ο ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη συγκολλημένων ξύλων, νταβίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + σφιγκτήρ (< σφίγγω)] …   Dictionary of Greek

  • πανοπτήρ — ῆρος, ό, Μ πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτήρ (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ οπτήρ] …   Dictionary of Greek

  • πανσώτηρ — ηρος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που σώζει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σωτήρ] …   Dictionary of Greek

  • παραινετήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. άτομο που εκφέρει γνώμη για ένα ζήτημα ή άτομο που δίνει συμβουλές 2. αυτός που ενθαρύνει, που εμψυχώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραινῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. διαιρε τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • παρευναστήρ — ῆρος, ό Α 1. αυτός που κοιμάται κοντά σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρευνάζομαι + επίθημα τήρ (πρβλ. κατευνασ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • πελλαντήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που αρμέγει σε πέλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *πελλαίνω (πρβλ. υγραν τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”