- ὅμ-αιχμος
ὅμ-αιχμος, mit Einem gemeinschaftlich streitend, Speer-, d. i. Kampfgenoß, Thuc. 3, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὅμ-αιχμος, mit Einem gemeinschaftlich streitend, Speer-, d. i. Kampfgenoß, Thuc. 3, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίππαιχμος — ἵππαιχμος, ον (Α) αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέτ αιχμος, σύν αιχμος] … Dictionary of Greek
πένταιχμος — ον, Α αυτός που έχει πέντε αιχμές, πέντε οξείες άκρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. λ. πεντα ) + αιχμος (< αἰχμή), πρβλ. όμ αιχμος] … Dictionary of Greek
σύναιχμος — ὁ, Α σύμμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αιχμος (< αἰχμή), πρβλ. όμ αιχμος] … Dictionary of Greek
όμαιχμος — ὅμαιχμος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται μαζί με κάποιον, σύμμαχος, συμπολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + αιχμος (< αἰχμή), πρβλ. ίππ αιχμος] … Dictionary of Greek