- περι-οκωχή
περι-οκωχή, ἡ, = περιοχή, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-οκωχή, ἡ, = περιοχή, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιοκωχή — ἡ, Α περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀκωχή, διπλασιασμένος τ. τού ὀχή (< ἔχω)] … Dictionary of Greek
κατοκωχή — κατοκωχή, ἡ (Α) 1. κατάσχεση, κατάκτηση 2. το να κατέχεται κάποιος από ανώτερο πνεύμα, η έμπνευση («οὐ γάρ τέχνη, οὐδ ἐπιστήμη περί Ὁμήρου λέγεις, ἀλλά θείᾳ μοίρα καὶ κατοκωχῄ», Πλάτ.) 3. αντίληψη, κατανόηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οκωχή (<… … Dictionary of Greek