- ὅκη
ὅκη, ion. = ὅπη, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὅκη, ion. = ὅπη, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όκη — ὅκη (Α) ιων. τ. επίρρ. βλ. όπη … Dictionary of Greek
ὅκη — ὅπη by which ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅκῃ — ὅπη by which ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅκηι — ὅκῃ , ὅπη by which ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπη — ὅπη, επικ. τ. ὅππη και κατά ορθότ. γρφ. ὅπῃ, δωρ. τ. ὅπᾳ και ὅππᾳ, ὅπη και ὅπει, αιολ. τ. ὄππα ή ὄππᾳ και ὅπα, ιων. τ. ὅκη ή ορθότ. ὅκῃ (Α) (επίρρ. σε αναφορικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις) 1. (για τόπο) ποιο δρόμο ή από ποιο δρόμο, ποια… … Dictionary of Greek
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek