- ὅκκα
ὅκκα, poet. = ὅκα; Theocr. 8, 68. 11, 22; auch c. conj., Mel. b. Stob. Floril. 1, 64; ὅκκαν id. ibid. 1, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὅκκα, poet. = ὅκα; Theocr. 8, 68. 11, 22; auch c. conj., Mel. b. Stob. Floril. 1, 64; ὅκκαν id. ibid. 1, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όκκα — (I) ὅκκα (Α) (δωρ. τ.) επίρρ. βλ. όταν. (II) ὅκκα (Α) (δωρ. τ.) επίρρ. βλ. ότε … Dictionary of Greek
ότε — (I) (ΑΜ ὅτε Α δωρ. τ. ὅκα και ὅκκα, αιολ. τ. ὄτα) (χρον. σύνδ.) όταν, κατά τον χρόνο που, τότε που αρχ. Ι. 1. (μερικές φορές μεταβαίνει σε αιτιολογική σημασία) επειδή, διότι («ὅτε δὴ τοῡτο οὕτως ἔχει», Πλάτ.) 2. σπαν. τίθεται και αντί τού ώστε… … Dictionary of Greek
όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… … Dictionary of Greek