ἅψος

ἅψος

ἅψος (ἅπτω), τό, die Verbindung, δεσμοῠ Opp. H. 3, 538; bes. der Glieder, der Gelenke, ἅψεα πάντα λύϑεν, alle Glieder wurden vom Schlafe gelös't, Od. 4, 794. 18, 189. So Ap. Rh. 2, 199 ὀλίγος περὶ ἅψεα ϑυμός. Bei Orph. Arg. 739 scheint es verdorbene Lesart.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἅψος — juncture neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αψός — Ποταμός (242 χλμ.) της Αλβανίας που πηγάζει από την οροσειρά του Γράμμου και εκβάλλει στην Αδριατική θάλασσα, βόρεια του Αυλώνα, μεταξύ των εκβολών του Αώου και του Σκούμπη. Είναι γνωστός και με τα ονόματα Σεμέτης, Βερατιανός και Εορδαϊκός. Στην… …   Dictionary of Greek

  • ἅψε' — ἅψει , ἅπτω fasten aor subj act 3rd sg (epic) ἅψει , ἅπτω fasten fut ind mid 2nd sg ἅψει , ἅπτω fasten fut ind act 3rd sg ἅ̱ψει , ἅπτω fasten futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἅ̱ψει , ἅπτω fasten futperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἅψεαι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκαψος — και λυκαψός, ὁ, και λύκοψος και λύκοψις ή λυκοψίς, ίδος, ἡ (Α) φυτό που μοιάζει με τη γλώσσα τού βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + αψος και αψός κατά το χορδ αψός (< χορδή + ἅψος < ἄπτω από παρετυμολογική επίδραση τού ὄψις)] …   Dictionary of Greek

  • σκινδαψός — ὁ, ΜΑ και, κατά τον Ησύχ., κινδαψός Α 1. λέξη ή φράση χωρίς σημασία την οποία λέει κανείς όταν δεν είναι βέβαιος για μια άλλη λέξη, όπως λ.χ. «πώς τό λένε» αρχ. 1. τετράχορδο μουσικό όργανο 2. οικέτης ή όνομα οικέτη 3. είδος φυτού που μοιάζει με… …   Dictionary of Greek

  • χορδαψός — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ιατρ. χορδαψία μσν. αρχ. νόσος τών εντέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή «έντερο» + αψός (< ἅψος «κλείδωση, άρθρωση» < ἅπτω, με παρετυμολ. επίδραση τού ὄψις), πρβλ. λυκ αψός] …   Dictionary of Greek

  • ἅψει — ἅπτω fasten aor subj act 3rd sg (epic) ἅπτω fasten fut ind mid 2nd sg ἅπτω fasten fut ind act 3rd sg ἅ̱ψει , ἅπτω fasten futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἅ̱ψει , ἅπτω fasten futperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἅψις touching fem nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αψύς — ιά, ύ και αψός, ή, ό (Μ ἁψύς, εῑα, ύ) Ι. 1. οξύθυμος, ευέξαπτος 2. (για τον έρωτα) φλογερός 3. (για μέταλλο) ακατέργαστος, αμιγής μσν. νεοελλ. 1. γρήγορος 2. αυθάδης, θρασύς νεοελλ. 1. οξύς, δριμύς (στη γεύση) 2. ζωηρός, δραστήριος 3. πολύ ζεστός …   Dictionary of Greek

  • φάρσος — εος και ους, τὸ, Α 1. κομμάτι, τεμάχιο 2. κάλυμμα, σκέπασμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον» 4. φρ. «φάρσεα πόλιος» οι συνοικίες τής πόλης (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. ο οποίος θα πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ τής ΙΕ …   Dictionary of Greek

  • ἅψη — ἅψις touching fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἅψος juncture neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἅψος juncture neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Northern Epirus — Note: For the autonomous state formed in the region at 1914, see: Autonomous Republic of Northern Epirus. The region of Epirus, stretching across Greece and Albania. Legend grey: Approximate extent of Epirus in antiquity orange: Greek periphery… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”