- ὅττεο
ὅττεο, = οὗτινος, s. ὅςτις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὅττεο, = οὗτινος, s. ὅςτις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὅττεο — ὅστις that masc/neut gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… … Dictionary of Greek